λουστικά

λουστικά
τα
το αντίτιμο που πληρώνει κανείς για μπάνιο στα δημόσια λουτρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λουστικά — τα το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβ. ἔ λουσ α, αόρ. τού λούω) + κατάλ. τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ τικά)] …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”